Παρθικα

Παρθικα
    Παρθικά
    ἥ
    1) парфянское государство Plut.
    2) парфянские войны Plut.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "Παρθικα" в других словарях:

  • Πάρθικα — Παρθικά neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Παρθικά — Παρθικός the Parthians neut nom/voc/acc pl Παρθικά̱ , Παρθικός the Parthians fem nom/voc/acc dual Παρθικά̱ , Παρθικός the Parthians fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Παρθικάς — Παρθικά̱ς , Παρθικός the Parthians fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • PARTHIA — I. PARTHIA Asiae regio, perampla, ab occasu Mediâ, ab Aquilone Hyrcaniâ, ab ortu Arianâ, a meridie Carmaniae desertis terminata. Parthenen Qu. Curtius vocat. l. 6. 2. c. ubi docet Parthos Scitharum progeniem esse, quod et Dionys. testatur.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • АРРИАН —    • Arriānus,          Άρριανός, Flavius, из вифинского города Никомидии, ученик философа Эпиктета, римский сенатор и консул; в 136 г. император Адриан назначил его наместником Каппадокии. Антонин Пий также очень уважал его и осыпал почестями;… …   Реальный словарь классических древностей

  • Gaius Asinius Quadratus — Gaius Asinius Quadratus, ou Asinius Quadratus, est un historien romain de langue grecque qui a vécu au temps des empereurs Philippe l Arabe et Philippe II (vers 244 249). Ses écrits ne nous sont pas parvenus, mais nous les connaissons… …   Wikipédia en Français

  • QUADRATUS — I. QUADRATUS Apostolorum discipnlus. Praesul Atheniensis, post Publium. Adriano. Christianos persequenti, apologiam obtulit, addiditque orationem tam insignem, ut Imperatoris animum ad mitiora in flecteret. Hieron. de Scripterib. Baron. A. C. 125 …   Hofmann J. Lexicon universale

  • παρθικός — ή, ό / παρθικός, ή, όν, ΝΜΑ [Πάρθοι] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Πάρθους («παρθική γλώσσα» μεσαιωνική ιρανική γλώσσα η οποία προερχόταν από την αρχαία επαρχία τής Παρθίας) μσν. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ Παρθικά (κατά τον Ιω. Λυδ.)… …   Dictionary of Greek

  • Απολλόδωρος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Α. ο Σκιαγράφος (5ος αι. π.Χ.). Αθηναίος ζωγράφος. Επονομάστηκε σκιαγράφος επειδή θεωρείται ότι χρησιμοποιούσε διαβαθμίσεις της φωτοσκίασης, δίνοντας έτσι πλαστικότητα στις μορφές και στα αντικείμενα που ζωγράφιζε και …   Dictionary of Greek

  • Αρριανός, Φλάβιος — (Νικομήδεια Βιθυνίας 95; – 175; μ.Χ.).Ιστορικός και φιλόσοφος. Σπούδασε αρχικά στην πατρίδα του και ύστερα στη Νικόπολη της Ηπείρου, όπου είχε δάσκαλο τον Επίκτητο. Αργότερα υπηρέτησε σε διάφορες θέσεις στον ρωμαϊκό στρατό και βρέθηκε έτσι στην… …   Dictionary of Greek

  • Αφγανιστάν — Κράτος της νοτιοκεντρικής Ασίας.Συνορεύει στα Β με το Τουρκμενιστάν (ΒΔ), το Ουζμπεκιστάν, το Τατζικιστάν (ΒΑ) και την Κίνα (ΒΑ), στα Α και Ν με το Πακιστάν και στα Δ με το Ιράν.Το Α. βρίσκεται στο κέντρο της αχανούς νότιας Ασίας, ανάμεσα σε μια… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»